- χύση
- η / χύσις, -εως, ΝΜΑ1. έκχυση, ροή, εκροή, χύσιμο2. η χύτευσηνεοελλ.1. (διαλ.) ραγδαία βροχή2. ναυτ. απόρριψη στη θάλασσα μέρους τού φορτίου λόγω τρικυμίας ή καταδίωξης3. βοτ. γένος ορχεοειδών φυτώνμσν.(για διάττοντα αστέρα) πτώσημσν.-αρχ.1. μεγάλη ποσότητα, μεγάλο πλήθος (α. «χύσιν ἄρτων», Νόνν.β. «χύσιν φαυλότητος ἔχοντες», Πορφ.γ. «λείπει σαρκῶν χύσις», Ρουφ.)2. η πάροδος τού χρόνου (α. «ἡ ῥέουσα τοῡ βίου χύσις», Πισίδ. Γ.β. «πάντα μῡθος χρονίη τε χύσις... ἥρπασεν», Αγαθ.)3. χυμένο υγρό, χύμα (α. «πηγαία χύσις», Ευστ.β. «πετραίην χύσιν ὕδατος», Απολλ. Ρόδ.)4. πλουσιοπάροχη δωρεά («πλείστη... ἡ τοῡ ἁγίου πνεύματος χύσις», Κύριλλ.)αρχ.1. (για στερεά) συσσώρευση, σωρός (α. «τύμβος ἔην, νῡν δ' εἰμὶ λίθων χύσις», Γρηγ. Ναζ.β. «χύσιν δ' ἐπεχεύατο φύλλων», Ομ. Ιλ.)3. σπατάλη («χύσιν ἐργάσασθαι τῆς οὐσίας πολλήν», Αλκίφρ.)4. μτφ. (για ύφος λόγου) ευφράδεια, ομαλή ροή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* (πρβλ. ῥύσις: ῥέω). Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ā-huti- «προσφορά στον θεό, αφιέρωμα»].
Dictionary of Greek. 2013.